- σταφυλίτης
- ο, ΝΑνεοελλ.1. η σταφυλή τής υπερώας2. φρ. «σταφυλίτης μυς» — μικρός μυς τής οπίσθιας επιφάνειας τής σταφυλήςαρχ.(ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που προστατεύει τα σταφύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα -ίτης (πρβλ. σταφιδ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.